υδατοσκοπία
Смотреть что такое "υδατοσκοπία" в других словарях:
υδατοσκοπία — η, Ν [υδατόσκοπος] η υδροσκοπία … Dictionary of Greek
υδατοσκοπία — η η υδροσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατοσκοπικός — ή, ό, Ν [υδατοσκοπία] υδροσκοπικός … Dictionary of Greek